- μετάβολα
- μετάβολοςchangeableneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταβολά — μεταβολά̱ , μεταβολή change fem nom/voc/acc dual μεταβολά̱ , μεταβολή change fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάβολα — τα εντομολ. όρος που αναφέρεται στα έντομα τα οποία υφίστανται μεταμόρφωση, σε αντιδιαστολή με τα αμετάβολα έντομα … Dictionary of Greek
μεταβολᾷ — μεταβολή change fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολάν — μεταβολά̱ν , μεταβολή change fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολάς — μεταβολά̱ς , μεταβολή change fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… … Dictionary of Greek
μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… … Dictionary of Greek